φράτερος

φράτερος
φρά̱τερος , φράτηρ
member of a
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φράτηρ — ερος, και δωρ. τ. φρατήρ, ήρος, και ιων. τ. φρήτηρ, ος, και φράτωρ, ορός, ὁ, Α 1. μέλος φράτρας 2. είδος μικρού πτηνού («τὸ γένος κοσσύφων φράτωρ», Αιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδελφός» 4. φρ. α) «φύω φράτερας» ωριμάζω ως πολίτης, γίνομαι ώριμος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”